Η Έφη Πουρσαϊτίδου θα έρθει στην Παπαμάρκου πριν από 11 χρόνια γιατί της άρεσε ο δρόμος, η ζεστασιά του, η ησυχία, η ατμόσφαιρα και η αισθητική του. Είναι η κρυφή ψυχή της γειτονιάς και μία από τις γυναίκες που έχουν ακόμα εκείνη τη στόφα που σε κάνει να υποκλίνεσαι αβίαστα, που σε εμπνέουν. Έχει δώσει μεγάλο αγώνα για τον πεζόδρομο και της το αναγνωρίζουν όλοι. Ειλικρινής, με μάτια σπινθηροβόλα, χαμογελαστή και με καθαρή φωνή την βρίσκω πίσω από τον πάγκο της στο “Άστραμμα δια χειρός” το οποίο σαν σε ιστορική συνέχεια με το παρελθόν της Παπαμάρκου αποτελεί ταυτόχρονα το εργαστήριο και το σπίτι της. Με το ραδιόφωνο να παίζει Παπάζογλου και την λάμπα του εργαστηρίου της να καίει, η Έφη κερνάει καφέ, ανάβει τσιγάρο και ξεκινάει:
Το σημείο το επέλεξα γιατί είμαι περισσότερο του εργαστηρίου. Όταν επέλεξα να μεταφερθώ από τον όροφο που μου ήμουν πριν, θα μπορούσα να είχα πάει σε ένα ανοιχτό σημείο, στην Τσιμισκή για παράδειγμα. Δεν το ήθελα με τίποτα γιατί δεν είμαι της βιτρίνας είμαι του πάγκου. Δεν είμαι επαγγελματίας πωλήτρια. Ήθελα να έχω μια μικρή βιτρίνα, έτσι, για το γαμώτο μου. Δουλεύω χοντρική έτσι και αλλιώς.
Την λάτρευα αυτή την γειτονιά από την πρώτη μέρα που ήρθα Θεσσαλονίκη, πριν από 35 χρόνια. Την περπατούσα πάρα πολύ αυτή την περιοχή. Μου άρεσε η ατμόσφαιρα πολύ, πολύ. Αυτή η ατμόσφαιρα με συγκινεί πάρα πολύ. Με ανεβάζει ρε παιδί μου. Αυτό το πράγμα που τώρα βλέπω απέναντι ή δίπλα, με τα καλάθια στον δρόμο και τους πάγκους εργασίας, εμένα με απογειώνει. Κάποιον άλλον τον τρελαίνει. Εμένα μ’αρέσει, αυτό είναι το χρώμα αυτού του δρόμου. Αυτή η αναρχία που υπάρχει και έρχεται και μπλέκει με τους νέους ανθρώπους. Με τρελαίνει.
Σαν μαθήτρια Γυμνασίου, το πάλαι ποτέ, ένας οικογενειακός φίλος είχε μία επιχείρηση ένα χρυσοχοείο στην Καβάλα και από 13 χρονών, Χριστούγεννα – Πάσχα και καλοκαίρια μέχρι και τα 18 μου εργαζόμουν εκεί. Και τα ερεθίσματα μου ήρθαν από εκεί. Καθημερινά είχα συναλλαγές με εργαστήρια. Μετά έφυγα Ιταλία και όταν επέστρεψα, εφόσον πάντα το είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, είδα μια διαφήμιση για μια σχολή εδώ στη Θεσσαλονίκη, τα παράτησα όλα και ξεκίνησα. Ταυτόχρονα δούλευα και σε εργαστήρια και μόλις ένιωσα δυνατή άνοιξα το δικό μου.
Πάντα δούλευα χοντρική. Κάθε οξυγονοκολλητής θέλει να έχει άμεση επαφή με την κατασκευή του γι’αυτό και ήθελα να ανοίξω μια μικρή βιτρίνα. Χωρίς βέβαια να ποντάρω στο ό,τι η βιτρίνα θα μου αποφέρει παραπάνω. Ξέρεις αυτό που κάνουμε, το φτιάχνουμε, το συσκευάζουμε και το στέλνουμε. Δεν το βλέπουμε συνολικά. Αυτή την ομορφιά του αποτελέσματος δεν την χαιρόμουν. Οπότε γι’αυτό και άνοιξα την βιτρίνα. Δίνω φυσικά και λιανική.
Όταν πρωτοξεκίνησα δούλευα μόνο 18άρι χρυσού. Μετά κατάλαβα ότι ο χρυσός είναι δίνω – παίρνω και την πάτησα. Οπότε το γύρισα σε ασήμι δουλεύοντας για κάποια χρόνια παράλληλα και λίγο χρυσό. Μετά απέβαλα τελείως το χρυσό και δούλεψα ασήμι και ασημόχρυσο. Τα τελευταία χρόνια ταυτόχρονα με το ασήμι άρχισα να δουλεύω και ορύχαλκο.
Όταν πέφτει η οικονομία χάνεται και η αισθητική. Θα έρθει κάποιος για παράδειγμα να πάρει το ασημένιο του αλλά κοστίζει. Δεν μπορεί να δώσει τώρα κάποιος ένα μεγάλο ποσό για ένα ασημένιο βραχιόλι για παράδειγμα.
Στη δουλειά μου δεν εξαρτώμαι από κανέναν, τα βγάζω όλα μόνη μου. Από το σχέδιο, την κατασκευή και το κούμπωμα. Τα επιχρυσώματα. Όλα μόνη μου.
Ούτε εποχιακά δούλεψα ποτέ, ούτε ακολουθώντας τις τάσεις και την μόδα. Ξεκίνησα να βγάζω κομμάτια μεγάλα, απλά, λιτά, χωρίς πέτρες, κομμάτια που ήθελα να τα φοράω εγώ και δεν τα έβρισκα στην αγορά. Έτσι ξεκίνησα. Και ξέρεις είναι ένα μυστήριο πράγμα. Τώρα ετοιμάζομαι για μια έκθεση στην Αθήνα για παράδειγμα και πρέπει να βγάλω 8 σετάκια. Δεν μου ‘ρχεται τίποτα. Όταν κάτσεις όμως εκεί, πίσω από τον πάγκο, θα βγάλεις κάτι. Μετά από λίγο σου ‘ρχεται, θα βγάλεις και δεύτερο και τρίτο.
Περισσότερο βασίζομαι στη γεωμετρία, τα σχέδια μου είναι περισσότερο γεωμετρικά, δεν είναι καθόλου περίτεχνα, είναι απλές φόρμες. Δεν χρησιμοποιώ χρώματα, δεν αγαπώ τα χρώματα, ούτε τις πέτρες. Εκτός από διακριτικά πάνω στο ασήμι ίσως βάλω κάποιο μπριγιαντάκι. Είναι όλα μέταλλο.
Η βασική μου δουλειά η αγάπη μου σε αυτό που εστιάζω είναι στο ασήμι και σε αυτές τις φόρμες. Μου αρέσει ο όγκος, το μεγάλο αλλά ταυτόχρονα λιτό.
Το Άστραμμα προέρχεται από εκείνη την ξαφνική λάμψη πριν την αστραπή. Άστραμμα δια χειρός, λάμψη με το χέρι δηλαδή. Βέβαια λάμψη δεν θα δεις πουθενά εδώ μέσα, δεν μου αρέσουν καθόλου τα γυαλιστερά, λατρεύω τα ματ. Δεν ξέρω βέβαια πως μου κόλλησε τότε και έδωσα αυτό το όνομα.
Την γυναίκα που φοράει τα κομμάτια μου την φαντάζομαι όπως και εμένα. Χύμα, χύμα δεν είμαι και εγώ; Μια οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί να τα φορέσει αλλά δεν θα το σηκώσει ίσως κάποια που έχει αρκετά πλουμιστή ενδυμασία. Νομίζω ότι από την εμπειρία μου τόσων χρόνων, το 10% του γυναικείου πληθυσμού με αγαπάει. Οι υπόλοιποι νομίζω με απορρίπτουν γιατί ψάχνουν το πετράδι, το γυαλιστερό…
H μαμά μου ήταν μοδίστρα και έπλεκε πολύ με τσιγκελάκι. Τα οποία υπέροχα πλεκτά της τα έβλεπα και ανατρίχιαζα. Ήταν η γυναίκα που θα τα έβαζε και πάνω στην τηλεόραση… Εγώ πάλι δεν έβαζα ποτέ, ποτέ. Και το είχε παράπονο. Είχα ολόκληρα συρτάρια προίκες κεντημένα και πλεκτά. Όταν την έχασα, ήθελα κάπως να την δικαιώσω. Και έβγαλα τρεις σειρές ολοκληρωμένες με τα πλεκτά της. Σε ασήμι, από τα ίδια της τα πλεκτά, δημιούργησα κοσμήματα βασισμένα στα σχέδιά της, στα πλεκτά της μαμάς μου.
Στην Παπαμάρκου είμαι φίλη με όλους, κάνουμε καλαμπούρι με όλους, φωνάζουμε μαλώνουμε και αγαπιόμαστε, νομίζω είμαστε μια οικογένεια πραγματικά. Από την πρώτη μέρα που ήρθα στη γειτονιά με αγκάλιασαν και τους αγκάλιασα. Νιώθω πολύ ζεστά με όλους και τον λατρεύω πολύ αυτόν τον δρόμο. Μου έχουν πει ότι από την μέρα που ήρθα εδώ ήταν σαν να τους έκανα όλους να βγουν στον πεζόδρομο. Τους αγαπάω…
***
Άστραμμα Δια Χειρός
Παπαμάρκου 24
Τ. 6944 584 973